- συκοφάντας
- σῡκοφάντᾱς , συκοφάντηςcommon informermasc acc plσῡκοφάντᾱς , συκοφάντηςcommon informermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξέργω — ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) [έργω] 1. αποκλείω («τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῡ βήματος», Αισχίν.) 2. διώχνω κάποιον, τόν κλείνω έξω («τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ ἐξείρξετε;», Αριστοφ.) 3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.) 4. αναγκάζω,… … Dictionary of Greek
ευθορύβητος — εὐθορύβητος, ον (Α) αυτός που θορυβείται, που ταράζεται εύκολα («εὐθορύβητος πρὸς τοὺς συκοφάντας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θορυβητος (< θορυβώ), πρβλ. α θορύβητος] … Dictionary of Greek
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek
σχιζογυάνδρους — Α (κατά τον Ησύχ.) «τοὺς συκοφάντας» … Dictionary of Greek